- δερματίνου
- δερμάτινοςof skinmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φορβιά — η / φορβειά, ΝΜΑ, και φορβεά και κατά τον Ησύχ. φορβέα και δ. τ. φορβαία Α είδος δερμάτινου, συνήθως, χαλινού χωρίς στομίδα τών υποζυγίων, που χρησιμεύει για την πρόσδεσή τους στον στάβλο, το καπίστρι αρχ. 1. είδος δερμάτινου περιστομίου το οποίο … Dictionary of Greek
δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα … Dictionary of Greek
κωρυκομαχία — η (Α κωρυκομαχία, ιων. τ. κωροκομαχία) άθλημα ή παιχνίδι με τον κώρυκο, δηλαδή χτύπημα με τα χέρια από τους αθλητές ή από τα παιδιά δερμάτινου σάκου γεμάτου με άμμο ή αλεύρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώρυκος + μαχία (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. ιππο… … Dictionary of Greek
ματαράς — ο είδος δερμάτινου ασκιού που τό χρησιμοποιούν οι αγρότες για να μεταφέρουν νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. matara] … Dictionary of Greek
στολάς — άδος, ἡ, Α 1. είδος δερμάτινου χιτώνα 2. στον πληθ. αἱ στολάδες αυτές που κινούνται σε πυκνή παράταξη («Λίβυες οἰωνοὶ στολάδες», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στολή + επίθημα άς, άδος (πρβλ. σπολ άς)] … Dictionary of Greek